Ελληνικά » Γερμανικά

κάρτα [ˈkarta] SUBST θηλ

1. κάρτα:

κάρτα
Karte θηλ
κάρτα επιταγών, κάρτα τσεκ
Scheckkarte θηλ
πιστωτική κάρτα
Kreditkarte θηλ
κάρτα αγορών (τραπεζική κάρτα)
ευχετήρια κάρτα
κίτρινη/κόκκινη κάρτα ΑΘΛ
gelbe/rote Karte θηλ
κάρτα μέλους
Bestellkarte θηλ
Greencard θηλ
Trauerkarte θηλ
Grußkarte θηλ

2. κάρτα Η/Υ:

κάρτα επέκτασης Η/Υ
Steckkarte θηλ
κάρτα γραφικών Η/Υ
Grafikkarte θηλ
κάρτα δικτύου
Netzwerkkarte θηλ
WLAN-Karte θηλ
κάρτα ήχου Η/Υ
Soundkarte θηλ
Audiokarte θηλ
μητρική κάρτα
Hauptplatine θηλ
μητρική κάρτα
Mainboard ουδ
κάρτα μνήμης
Speicherkarte θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κάρτα

κάρτα επιταγών, κάρτα τσεκ
κάρτα θηλ μνήμης
κάρτα θηλ επιταγών
μητρική κάρτα
Mainboard ουδ
κάρτα αγορών (τραπεζική κάρτα)
κάρτα μέλους
Greencard θηλ
Grußkarte θηλ
κάρτα επέκτασης Η/Υ
Steckkarte θηλ
κάρτα γραφικών Η/Υ
κάρτα δικτύου
κάρτα ήχου Η/Υ
Soundkarte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский