Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Κάρνιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Κάρνιο [ˈkarniɔ] SUBST ουδ ΓΕΩΛ

Κάρνιο
Karnium ουδ
Κάρνιο
Karn ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский