Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Ιταλός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Ιταλός (Ιταλίδα) [itaˈlɔs, itaˈliða] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Ιταλός (Ιταλίδα)
Italiener(in) αρσ (θηλ)
ένας Ιταλός ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Ιταλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский