Ελληνικά » Γερμανικά

ειρηνικ|ός <-ή, -ό> [iriniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ειρηνικός (σχετικός με την ειρήνη):

ειρηνικός
Friedens-

2. ειρηνικός (λύση, άνθρωπος):

ειρηνικός

Ειρηνικός [iriniˈkɔs] SUBST αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ειρηνικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский