Ελληνικά » Γερμανικά

βολιβιαν|ός <-ή, -ό> [vɔlivjaˈnɔs] ΕΠΊΘ

βολιβιανός

Βολιβιαν|ός (-ή) [vɔlivjaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με βολιβιανός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский