Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „zueinanderhalten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

zueinander|halten

zueinanderhalten irr VERB αμετάβ:

zueinanderhalten

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das Zueinanderhalten, auch wenn es sonst niemand mehr tut.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "zueinanderhalten" σε άλλες γλώσσες

"zueinanderhalten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский