Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: strittig , strippen και stricken

strittig [ˈʃtrɪtɪç] ΕΠΊΘ

stricken [ˈʃtrɪkən] VERB μεταβ/αμετάβ

strippen [ˈstrɪpən] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский