Γερμανικά » Ελληνικά

scheu [ʃɔɪ] ΕΠΊΘ

2. scheu (Wild):

Scheu <-> [ʃɔɪ] SUBST θηλ ενικ (Schüchternheit)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский