Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „romanischstes“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

romanisch ΕΠΊΘ

1. romanisch:

romanisch ΓΛΩΣΣ, ΑΡΧΙΤ, ΤΈΧΝΗ

2. romanisch CH s. rätoromanisch

Βλέπε και: rätoromanisch

rätoromanisch [rɛtoroˈmaːnɪʃ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский