Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: rasten , rastlos και Rastalocken

rastlos ΕΠΊΘ

1. rastlos (Arbeit, Eifer):

2. rastlos (Mensch):

Rastalocken <-> [ˈrasta-] SUBST θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский