Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „röntgenisieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

röntgenisieren [rœntgeniˈziːrən] VERB μεταβ A

röntgenisieren s. röntgen

Βλέπε και: röntgen

röntgen [ˈrœntgən] VERB μεταβ

röntgen ΙΑΤΡ, ΤΕΧΝΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"röntgenisieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский