Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Professur , Professor και professionell

Professur <-, -en> [profɛˈsuːɐ] SUBST θηλ

Professor(in) <-s, -en> [proˈfɛsoːɐ, pl: profɛˈsoːrən] SUBST αρσ(θηλ)

professionell [profɛsjoˈnɛl] ΕΠΊΘ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Im Alter von 18 Jahren wurde er Assistent (professeur-adjoint) für Notenlehre, später wurde er Klavierlehrer.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский