Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „pendent“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

pendent [pɛnˈdɛnt] ΕΠΊΘ CH

pendent s. unerledigt

Βλέπε και: unerledigt

unerledigt ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pendent" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский