Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pelzig , pellen και Pelle

Pelle <-, -n> [ˈpɛlə] SUBST θηλ

pellen VERB μεταβ/αυτοπ ρήμα

pelzig ΕΠΊΘ

1. pelzig (filzig):

2. pelzig (wie Pfirsich):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский