Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: erledigt και verständig

verständig [fɛɐˈʃtɛndɪç] ΕΠΊΘ

erledigt [ɛɐˈleːdɪçt] ΕΠΊΘ

1. erledigt (abgeschlossen):

2. erledigt οικ (erschöpft):

3. erledigt (ruiniert):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский