Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: opportun , Opportunist , opportunistisch και Opportunismus

Opportunist(in) <-en, -en> [ɔpɔrtuˈnɪst] SUBST αρσ(θηλ) ΠΟΛΙΤ

opportun [ɔpɔrˈtuːn] ΕΠΊΘ τυπικ

Opportunismus <-> [ɔpɔrtuˈnɪsmʊs] SUBST αρσ ενικ ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский