Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Weinsorte , Eistorte και importiert

Weinsorte <-, -n> SUBST θηλ

I . importiert

importiert part πρκ und 3. pers ενικ von importieren

II . importiert ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ

Βλέπε και: importieren

importieren [ɪmpɔrˈtiːrən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский