Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: merkwürdig , denkwürdig και ehrwürdig

ehrwürdig ΕΠΊΘ

1. ehrwürdig (Ehrfurcht gebietend):

2. ehrwürdig ΘΡΗΣΚ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский