Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: live και Ganove

live [laɪf] ΕΠΊΘ αμετάβλ

Ganove <-n, -n> [gaˈnoːvə] SUBST αρσ

1. Ganove (Verbrecher):

2. Ganove (als Schimpfwort):

αλήτης αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский