Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „konsumptiv“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

konsumptiv [kɔnzʊmpˈtiːf] ΕΠΊΘ αμετάβλ

konsumptiv ΟΙΚΟΝ s. konsumtiv

Βλέπε και: konsumtiv

konsumtiv [kɔnzʊmˈtiːf] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Als ursächlich galten völlig unterschiedliche Gründe, auch „zehrende“ (konsumptive) Krankheiten (vor allem Tuberkulose und Krebs).
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "konsumptiv" σε άλλες γλώσσες

"konsumptiv" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский