Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kieken , intendiert και Ladendieb

kieken [ˈkiːkən] VERB αμετάβ ιδιωμ

Ladendieb(in) <-(e)s, -e> SUBST αρσ(θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский