Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „inzw.“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

inzw.

inzw. Abk von συντομογραφία: inzwischen

Βλέπε και: inzwischen

inzwischen [-ˈ--] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский