Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Requisiteur , Inquisitor , inquisitorisch , Requisite και Inquisition

Requisiteur <-s, -e> [rekviziˈtøːɐ] SUBST αρσ ΘΈΑΤ

Inquisitor <-s, -en> [ɪnkviˈziːtoːɐ] SUBST αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ

Inquisition <-> [ɪnkviziˈtsjoːn] SUBST θηλ ενικ

1. Inquisition ΙΣΤΟΡΊΑ:

2. Inquisition ΝΟΜ:

Requisite <-, -n> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский