Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Großbetrieb και Großvertrieb

Großbetrieb <-(e)s, -e> SUBST αρσ

1. Großbetrieb (in Industrie):

2. Großbetrieb (in Landwirtschaft):

Großvertrieb <-(e)s> SUBST αρσ ενικ ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский