Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „geflochtenes“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

flechten <flicht, flocht, geflochten> [ˈflɛçtən] VERB μεταβ

geflochten [gəˈflɔxtən]

geflochten part πρκ von flechten

Βλέπε και: flechten

flechten <flicht, flocht, geflochten> [ˈflɛçtən] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με geflochtenes

geflochtenes/gedrehtes Seil

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский