Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fahrbar , Marmor και farbig

farbig [ˈfarbɪç] ΕΠΊΘ, färbig ΕΠΊΘ A

1. farbig (bunt, Hautfarbe):

2. farbig (gefärbt):

3. farbig μτφ (lebhaft):

Marmor <-s, -e> [ˈmarmoːɐ] SUBST αρσ mst ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский