Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: explizit και explosiv

explizit [ɛkspliˈtsiːt] ΕΠΊΘ

1. explizit (ausdrücklich):

2. explizit (klar, deutlich):

explosiv [ɛksploˈziːf] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский