Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ertragfähige“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ertrag(s)fähig ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ

1. ertrag(s)fähig ΓΕΩΡΓ (Boden):

2. ertrag(s)fähig ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

ertragfähige Geldanlage

Παραδειγματικές φράσεις με ertragfähige

ertragfähige Geldanlage

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский