Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: energisch και Energiefonds

energisch [eˈnɛrgɪʃ] ΕΠΊΘ

1. energisch (tatkräftig):

2. energisch (entschlossen):

Energiefonds <-, -> [-fɔ͂ː] SUBST αρσ ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский