Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: down και dopen

I . dopen [ˈdoːpən] VERB αμετάβ ΑΘΛ

II . dopen [ˈdoːpən] VERB μεταβ ΑΘΛ

down [daʊn] ΕΠΊΘ οικ (deprimiert)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский