Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: debil , Deal και dealen

dealen [ˈdiːlən] VERB αμετάβ οικ

Deal <-s, -s> [ˈdiːl] SUBST αρσ οικ (Geschäft)

debil [deˈbiːl] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский