Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Chirurgin , Chirurgie και chirurgisch

Chirurgie <-, -n> [çirʊrˈgiː] SUBST θηλ

2. Chirurgie (Abteilung):

Chirurgin <-, -nen> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский