Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Traumberuf , Camper και campen

campen [ˈkɛmpən] VERB αμετάβ

1. campen ΣΤΡΑΤ:

2. campen (touristisch):

Camper(in) <-s, -> [ˈkɛmpɐ] SUBST αρσ(θηλ)

Traumberuf <-(e)s, -e> SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский