Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „beklomm“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

beklomm

beklomm απλ παρελθ von beklemmen

Βλέπε και: beklemmen

beklemmen <beklemmt, beklomm, beklommen> VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский