Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „aufmöbeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

auf|möbeln VERB μεταβ οικ

1. aufmöbeln (wieder herrichten):

aufmöbeln

2. aufmöbeln (aufmuntern):

aufmöbeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufmöbeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский