Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „anschüren“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

an|schüren VERB μεταβ μτφ (verstärken)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Vermutet wird, dass beim morgendlichen Anschüren des Feuers ein Stück glühende Kohle neben den Ofen fiel.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "anschüren" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский