Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Witwengeld“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Witwengeld <-(e)s, -gelder> SUBST ουδ ΝΟΜ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Für die im Krieg getrauten Frauen gab es zudem, wenn ihr Ehemann innerhalb von drei Monaten fiel, kein sogenanntes Witwengeld, also keine Bezüge für die nun alleinerziehende Mutter.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Witwengeld" σε άλλες γλώσσες

"Witwengeld" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский