Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Wegerecht , wegrutschen και wegen

Wegerecht <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΝΟΜ

weg|rutschen VERB αμετάβ +sein

wegen [ˈveːgən] PREP +γεν/δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский