Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: unecht , uneben και Tünche

Tünche <-, -n> [ˈtʏnçə] SUBST θηλ

uneben ΕΠΊΘ

unecht ΕΠΊΘ

1. unecht (künstlich):

2. unecht (Fälschung):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский