Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: abwälzen , Feuerwalze και Dampfwalze

ab|wälzen VERB μεταβ

1. abwälzen (Schuld):

abwälzen auf +αιτ
abwälzen auf +αιτ

2. abwälzen (Arbeit):

abwälzen auf +αιτ

Dampfwalze <-, -n> SUBST θηλ ΤΕΧΝΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский