Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Sorbin“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Sorbe (Sorbin) <-n, -n> [ˈzɔrbə] SUBST αρσ (θηλ)

Sorbe (Sorbin)
Σόρβος αρσ (Σόρβα) θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Im Alter von 28 Jahren konvertierte Pötzsch, der in erster Ehe mit einer Sorbin verheiratet war, 1983 zum katholischen Glauben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский