Γερμανικά » Ελληνικά

Schwule(r) <-n, -n> SUBST αρσ οικ

schwul [ʃvuːl] ΕΠΊΘ οικ

schwül [ʃvyːl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский