Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Schnoddrigkeit Schnodderigkeit“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Schnodd(e)rigkeit <-, -en> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Schnoddrigkeit Schnodderigkeit" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский