Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Rechtsmitteleinlegung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Rechtsmitteleinlegung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Rechtsmitteleinlegung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Hiermit wird vermieden, dass die Rechtsdurchsetzung durch Rechtsmitteleinlegung verzögert wird.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Rechtsmitteleinlegung" σε άλλες γλώσσες

"Rechtsmitteleinlegung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский