Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Platzgeschäft“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Platzgeschäft <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΝΟΜ

Platzgeschäft
Platzgeschäft
εργασίες θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Platzgeschäft" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский