Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Personalhaft“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Personalhaft <-> SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ

Personalhaft

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Es gab 25 Prozesse gegen ihn, die in Personalhaft zur Vollstreckung eines Titels aus Wechselschulden gipfelten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Personalhaft" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский