Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pellen , Pelle και Bauelement

Bauelement <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΗΛΕΚ

Pelle <-, -n> [ˈpɛlə] SUBST θηλ

pellen VERB μεταβ/αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Pelemele" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский