Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Offizialbetrieb“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Offizialbetrieb <-(e)s> [ɔfiˈtsjaːl-] SUBST αρσ ενικ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Offizialbetrieb" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский