Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: nahestehen , nahegehen και nahelegen

nahe|gehen irr VERB αμετάβ +sein

1. nahegehen (rühren):

συγκινώ +δοτ +αιτ
αγγίζω +δοτ +αιτ

2. nahegehen (verletzen):

θίγω +δοτ +αιτ
πληγώνω +δοτ +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский