Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Mitversicherte“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Mitversicherte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die häufigste Gültigkeitsdauer beträgt fünf Jahre und gilt für Arbeitnehmer und mitversicherte Gatten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Mitversicherte" σε άλλες γλώσσες

"Mitversicherte" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский